- υψηλοτης
- ὑψηλότης-ητος ἥ высокий рост, вышина
(τῶν φυτῶν Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῶν φυτῶν Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑψηλότης — loftiness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλότητα — ὑψηλότης loftiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλότητι — ὑψηλότης loftiness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλότητος — ὑψηλότης loftiness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
сиятельство — Калькирует, по видимому, лат. serenissimus : serēnus ясный или лат. illustris, как и нем. durchlaucht – то же (Клюге Гётце 119). Иначе образовано нов. греч. ὑψηλότης … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek
υψηλότητα — η / ὑψηλότης, ητος, ΝΜΑ [υψηλός] η ιδιότητα τού υψηλού νεοελλ. προσφώνηση πριγκίπων («η Αυτού [ή Αυτής] Υψηλότητα») … Dictionary of Greek